- ὕπαμμος
- ὕπαμμος, ον,A = ὕφαμμος, Thphr.Fr.167.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕπαμμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπαμμος — ον, Α βλ. ὕφαμμος … Dictionary of Greek
ύφαμμος — και ὕπαμμος, ον, Α αυτός που έχει αμμώδη πυθμένα ή ο αναμεμιγμένος με άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄμμος / ἅμμος (πρβλ. ἔφ αμμος)] … Dictionary of Greek